- καλοχωνεύω
- 1. χωνεύω καλά, εύκολα2. μτφ. α) (για πρόσ.) συμπαθώ κάποιον, μού είναι ευχάριστος, ευπρόσδεκτοςβ) (σχετικά με θεωρητικές γνώσεις) κατανοώ κάτι πλήρως («δεν τά καλοχωνεύω τα μαθηματικά»)γ) (σχετικά με ψευδείς ειδήσεις ή πληροφορίες) πιστεύω, αποδέχομαι («τήν καλοχώνεψε την είδηση»).
Dictionary of Greek. 2013.